Μέσα από την ψυχή και τ' άστρα...

Παραμύθι


Όταν πρωτοφτιάχτηκαν ο Ουρανός και η Γη, πριν δηλαδή από ένα σωρό χρόνια, κάθισαν οι δυο τους στο τραπέζι κι έβαλαν στη μέση τον κόσμο, για να τον μοιράσουν σωστά και δίκαια, όπως όλοι οι κυβερνήτες. 
“Ετούτο δικό μου, εκείνο δικό μου, τ’ άλλο δικό μου”, έλεγε ο καθένας με τη σειρά του, χωρίς να βρίσκουν άκρη. Βλέπεις, ήθελαν για λογαριασμό τους όσο περισσότερα γινόταν και στο τέλος παρασύρθηκαν τόσο από τον καβγά, που κόντεψαν να πιαστούν μαλλί με μαλλί στα καλά καθούμενα. 
Το σούρουπο βρήκε τη μία από την μία και τον άλλο από την άλλη να τραβολογάνε πεισμωμένοι ένα δύστυχο βουνό. 
-Άσ’ το κάτω το βουνό, φώναζε αγριεμένος ο Ουρανός. 
-Τι λες, καλέ, που θα το αφήσω; Ακούς εκεί, Ουρανός πράμα να θέλει βουνά και δέντρα, φώναζε κι η Γη, έτοιμη να πεταχτεί επάνω και να του στρίψει του Ουρανού το λαιμό. 
-Πρόσεχε καλά, κυρά μου, γιατί είμαι πιο δυνατό από σένα. Τα παίρνω όλα με το έτσι θέλω και σε αφήνω φαλακρή σαν γλόμπο! 
Τότε η Γη -που ήταν εξυπνότερη- έβγαλε έναν αναστεναγμό, είπε “αχ, σβήνω” και σωριάστηκε, τάχα μου, λιπόθυμη μπροστά στα πόδια του. 
Κι εκείνος, που την αγαπούσε κρυφά, της χάρισε τα νερά όλου του κόσμου, για να τη δροσίζουν και να μην ξαναλιποθυμήσει ποτέ πια. 
Με τον ίδιο τρόπο κατάφερνε η Γη να παίρνει πότε το ένα και πότε το άλλο, βουνά, νησιά, δρόμους, χώρες, ζώα, λουλούδια, και το πιο παράξενο απ’ όλα: τους ανθρώπους. Στο τέλος, τον έπιασε απελπισία τον Ουρανό. 
-Όλα τα πήρες. Όλα! Τι θα γίνω τώρα άδειος κι ολομόναχος; Εγώ φταίω που σου’ χω αδυναμία, έκλαιγε απαρηγόρητος με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια. Κι εκείνη, που κατά βάθος είχε τρυφερή καρδιά, του είπε: 
-Θα έχεις δικά σου όλα τα φλύαρα άστρα και τους γαλαξίες, τους κομήτες, που χαλάνε τον κόσμο πέφτοντας, και την ωραία Σελήνη, που θα σε μαγέψει και θα την κάνεις πριγκίπισσα. Θα έχεις τον ήλιο να σε ζεσταίνει χειμώνα καλοκαίρι και θα στέλνεις κάτω όσο φως θέλεις. Θα έχεις τα βλέμματα των ανθρώπων, που θα ζουν σε μένα, αλλά θα κοιτάζουν εσένα. Και ακόμη, θα σου χαρίσω το μεγαλύτερο καθρέφτη του κόσμου, να καθρεφτίζεσαι μέσα του μέρα νύχτα με τα μπλε μάτια σου και με τ’ αστέρια σου. 
Τόσο πολύ χάρηκε ο Ουρανός με το τελευταίο αυτό δώρο, που ξέχασε αμέσως τη λύπη του και την κοίταξε βαθιά στα μάτια μήπως τη μαγέψει και τον αγαπήσει…
(Από το βιβλίο “Το κουβάρι των αλλόκοτων πραγμάτων”, της Μυρτώς Κοντοβά)